Στις 15 Ιουλίου 1974, η στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα οργάνωσε πραξικόπημα για την ανατροπή του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κύπρο για να την υπερασπίσουν από τουρκική επίθεση. Ο Πρόεδρος Μακάριος κατόρθωσε να διαφύγει στο εξωτερικό όπου συνέχισε τους αγώνες του για τα κυπριακά δίκαια. Η Τουρκία με πρόφαση το πραξικόπημα εισέβαλε στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου, με αποβατικό στόλο κι αεροπορία και μέχρι τις 23 Ιουλίου, που επιτεύχθηκε κατάπαυση του πυρός, κατόρθωσε να εγκαταστήσει προγεφύρωμα στα βόρεια, στην περιοχή της Κερύνειας. Από το προγεφύρωμα άρχισαν να εισρέουν υλικό και άνδρες και στις 14 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις εισβολής εξαπέλυσαν νέα επίθεση με αποτέλεσμα να θέσουν τελικά κάτω από τον έλεγχο τους το 37% περίπου του κυπριακού εδάφους.

Η Άγκυρα προσπάθησε να παρουσιάσει την εισβολή σαν ειρηνευτική επιχείρηση που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης που είχε παραβιαστεί από το πραξικόπημα. Εντούτοις, και μετά την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και την επιστροφή του Προέδρου Μακαρίου το Δεκέμβρη του 1974, τα τουρκικά στρατεύματα παρέμειναν και προωθούσαν τα σχέδια της Τουρκίας για εποικισμό της Κύπρου σαν πρώτο βήμα προς την προσάρτηση. Με τη βία (φόνους εν ψυχρώ, βιασμούς, επιθέσεις, βασανιστήρια) διακόσιες χιλιάδες Ελληνοκύπριοι, 40% του ολικού ελληνικού πληθυσμού του νησιού, εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στην κατεχόμενη περιοχή και να γίνουν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα. Οι λίγες χιλιάδες Ελληνοκύπριοι που παρέμειναν στα σπίτια τους και μετά την κατοχή, εξαναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν σταδιακά, με διάφορες καταπιέσεις, εκβιασμούς και άλλες ενέργειες. Από τους 20.000 περίπου που είχαν μείνει αρχικά, μόνο μερικές εκατοντάδες παραμένουν σήμερα στα σπίτια τους στο βόρειο τμήμα του νησιού, κυρίως στην περιοχή της Καρπασίας.

Δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων

Οι προσπάθειες της ελληνοκυπριακής πλευράς για εξεύρεση λύσης μέσω διαπραγματεύσεων προσέκρουαν πάντα στην τουρκική αδιαλλαξία. Στις 13 Φεβρουαρίου 1975 ο Ντενκτάς προχώρησε σ’ ένα ακόμη βήμα προς τη διχοτόμηση της Κύπρου, ανακηρύσσοντας την κατεχόμενη περιοχή σε “Τουρκική Ομόσπονδη Πολιτεία της Κύπρου”.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης έδωσε σαφή ένδειξη της πρόθεσης του να εδραιώσει τα τετελεσμένα γεγονότα μάλλον, παρά να αναζητήσει μια λύση, όταν τον Ιούλιο του 1982 αποφάσισε να δώσει στους Τουρκοκύπριους και στους εποίκους από την Ανατολία “τίτλους ιδιοκτησίας” των ελληνοκυπριακών περιουσιών. Επιπρόσθετα το κατοχικό καθεστώς δημιούργησε “υπουργεία” και “υπηρεσίες”, άρχισε να εκδίδει “ταξιδιωτικά έγγραφα” και καθιέρωσε την τουρκική λίρα ως νόμισμα στην κατεχόμενη περιοχή. Προχώρησε ακόμη με την ίδρυση “Κεντρικής Τράπεζας” σαν επιπρόσθετο βήμα για τη σταθερή εφαρμογή της πολιτικής της Άγκυρας να προσαρτήσει το κατεχόμενο τμήμα του νησιού στην Τουρκία.
Και ενώ ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών ανέπτυσσε νέα πρωτοβουλία για να αρχίσουν ουσιαστικές συνομιλίες για μια δίκαιη λύση του Κυπριακού, ο Ντενκτάς ανακήρυξε στις 15 Νοεμβρίου 1983 τη λεγόμενη “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με τα ψηφίσματα του 541 και 550, καταδίκασε ως νομικά άκυρη την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και κάλεσε όλες τις χώρες να μην το αναγνωρίσουν. Μόνο η Τουρκία αναγνώρισε το ψευδοκράτος.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΕ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟYΣ

37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκεται υπό κατοχή.

200.000 Ελληνοκύπριοι – το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού – εκτοπίσθηκαν από το κατεχόμενο Βόρειο τμήμα, όπου αποτελούσαν το 80% των κατοίκων, και κρατούνται μακριά από τα σπίτια και τις περιουσίες τους, ενώ οι Τουρκοκύπριοι των ελεύθερων περιοχών μεταφέρθηκαν με τη Βία από την ηγεσία τους στις κατεχόμενες περιοχές.

1.491 άνθρωποι εξακολουθούν νο είναι μέχρι σήμερα αγνοούμενοι, και η τουρκική πλευρά αρνείται κάθε συνεργασία για διακρίβωση της τύχης τους.

Μερικές μόνο εκατοντάδες εγκλωβισμένοι (από 20.000 στα τέλη τον 1974) έχουν εναπομείνει στα κατεχόμενα χωριά τους και ζουν κάτω από συνθήκες καταπίεσης, εκφοβισμού και στερήσεων.

40,000 Τούρκοι στρατιώτες, “εφοδιασμένοι με όλο το σύγχρονο οπλισμό και υποστηριζόμενοι από αεροπορία και ναυτικό, εξακολουθούν να βρίσκονται στο κατεχόμενο τμήμα.

120.000 περίπου έποικοι από την Ανατολία έχουν μεταφερθεί και εγκατασταθεί στο κατεχόμενο τμήμα, με στόχο την αλλοίωση της δημογραφικής δομής του νησιού.

40.000 Τουρκοκύπριοι από αριθμό 103,000 έχουν μεταναστεύσει από το 1974 από το κατεχόμενο τμήμα (σύμφωνα με την τουρκοκυπριακή εφημερίδα Yeniduzen, 30/8/94) λόγω της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής εξαθλίωσης που επικρατεί εκεί.

Το κατοχικό καθεστώς εφαρμόζει μεθοδικά μακροχρόνιο σχέδιο για εξάλειψη της πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς 9.000 χρόνων στο κατεχόμενο τμήμα: 

  • Τουλάχιστον 55 εκκλησίες μετατράπηκαν σε τεμένη.
  • Άλλες περίπου 50 εκκλησίες και μοναστήρια μετατράπηκαν σε αποθήκες, στάβλους, ξενώνες, μουσεία, κινηματογράφους, δημόσια αποχωρητήρια ή κατεδαφίστηκαν.
  • Τα κοιμητήρια τουλάχιστον 25 χωριών έχουν βεβηλωθεί και καταστραφεί.
  • Αναρίθμητες εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη και κάθε είδους αρχαιολογικοί θησαυροί
    κλέβονται και φυγαδεύονται στο εξωτερικό.
  • Διεξάγονται παράνομες ανασκαφές και απροκάλυπτη αρχαιοκαπηλία.
  • Τα ελληνικά τοπωνύμια έχουν μετατραπεί αυθαίρετα σε τουρκικά.
    78 ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και 13 ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο μεταξύ 1974 – 1999 περιφρονούνται κατάφωρα από την Τουρκία.

78 Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και 13 ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο μεταξύ 1974 – 1999 περιφρονούνται κατάφωρα από την Τουρκία.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΜΠΕΙΤΕ ΕΔΩ.