Κηδεία Κώστα και Δέσποινας Κοζάκου – 17.6.17
Κηδεύουμε σήμερα δύο από τους πρωτομάρτυρες της Τουρκικής εισβολής του 1974. Αποχαιρετούμε δύο αθώα θύματα της βαρβαρότητας του Αττίλα.
Μέσα σ’ αυτά τα μικρά κιβώτια, βρίσκονται λιγοστά από τα σεπτά οστά του Κώστα και της Δέσποινας Κοζάκου από τον Καραβά.
Αυτών,που μέχρι πρόσφατα περιλαμβάνονταν στον μακρύ κατάλογο των αγνοουμένων. Και ήσαν αγνοούμενοι από την πρώτη κιόλας ημέρα της εισβολής.
Τι πόνο, τι κακουχίες,
τι περιπέτειες σκεπάζουν κάτω από τα χρώματα τους οι σημαίες μας.
Τι δοκιμασίες πέρασαν τα σεπτά αυτά λείψανα των μεσήλικων τότε πολιτών.
Τα αθώα θύματα, από τα οποία στέρησαν οι Αττίλες τα υπάρχοντά τους
και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ, τρία ολόκληρα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους.
Εκείνο το πρωινό της αποφράδας ημέρας του Ιούλη, η Δέσποινα ξύπνησε πολύ πριν χαράξει το φως. Έβαλε τον σταυρό της, όπως συνήθιζε, και έπιασε στο χέρι το βιβλίο. ¨Του Προφήτη Ηλία σήμερα¨ είπε και βυθίστηκε στο διάβασμα του βίου του Αγίου. Πάντα έτσι ήταν στη ζωή της. Θεοσεβούμενη, βαθιά θρησκευόμενη, καλή Χριστιανή.
Γεννήθηκε στον Καραβά το 1920. Πατέρας της ήταν ο Μιχάλης του Κάουρου Αρότης και μητέρα της η Ελένη Κωνσταντή Ρούσου. Η οικογένεια είχε άλλες έξι κόρες την Ευλαβία, τη Μαρία, την Κωνσταντίνα και τη Νίκη που αργότερα μετανάστευσαν στην Αμερική. Στην Κύπρο μαζί με τη Δέσποινα έμειναν η Βασιλική Γεμέττα και η Χρυστάλλα Κοσιάρη.
Στα 22 της χρόνια παντρεύτηκε τον Κώστα Κοζάκο, κι αυτόν Καραβιώτη, γείτονα της εκεί κοντά στην παλιά βρύση, το κεφαλόβρυσο του Καραβά. Πατέρας του, ο Γιαννακός Κοζάκος – Κασιαής και μητέρα του η Μαρία. Αδέλφια του, ο Γιώργος, η Ελένη και η Αναστασία.
Ο Κώστας και η Δέσποινα δημιούργησαν την οικογένειά τους στην Πάνω Γειτονιά του Καραβά. Μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή, γέλιο και πολλές παιδικές φωνές. Δίπλα στην «μάνα του νερού» τη ζωοδότρα πηγή, που πότιζε τα περβόλια με τις λεμονιές και μετάτρεπε τη γη του Καραβά σε ένα επίγειο παράδεισο.
Από τον γάμο τους απέκτησαν εννιά παιδιά, τον Μιχάλη, τη Σταυρούλα, την Ελλάδα, τον Δημήτρη, την Ευγενία, την Ανδρούλα, την Παναγιώτα, τη Σωτηρούλα και Γεωργία. Φιλήσυχοι πολίτες, αγαπητοί στην γειτονιά και σε όλο τον Καραβά. Πάλεψαν στη ζωή τους δουλεύοντας και οι δύο τους πολύ σκληρά, για να τα αναθρέψουν και να τα μορφώσουν.
Ο Κώστας ήταν εργολάβος οικοδομών. Πολλά σπίτια στον Καραβά κτίστηκαν με την τέχνη του. Και όταν ήρθαν δύσκολα χρόνια για την οικονομία του νησιού, ο Κώστας ξενιτεύτηκε στις Αραβικές χώρες για δουλειά. Μέλημά τους η οικογένεια τους. Φροντίδα, τα παιδιά τους. Τίποτα άλλο. Ήταν οι σύμβουλοι, οι καθοδηγητές, οι υποστηριχτές στον καθημερινό αγώνα των παιδιών για εκπαίδευση. Και τους έκαναν υπερήφανους οι σχολικές τους επιδόσεις.
Το 1967 μετακόμισαν από την Πάνω Γειτονιά στο τουριστικό Έξι Μίλι και εγκαταστάθηκαν στο παραθαλάσσιο εστιατόριο που το ονόμασαν «Τα Πλατάνια». Έγινε γι’ αυτούς εκείνο το κέντρο, το δεύτερό τους σπίτι. Σιγά – σιγά ο Κώστας μπόρεσε να επεκτείνει το εστιατόριο και να προσθέσει μερικά δωμάτια για ενοικίαση στους τουρίστες το καλοκαίρι. Δημιούργησαν έτσι ένα υπέροχο δροσερό τουριστικό κατάλυμα, λίγα μέτρα από το ανήσυχο κύμα της θάλασσας του Καραβά.
Δεν έμελλε όμως να χαρούν την οικογένεια τους, ούτε το κέντρο «Τα Πλατάνια», που με τόσο κόπο και ιδρώτα δημιούργησαν.
Εκείνο το πρωί,
πριν καλά – καλά η Δέσποινα ανοίξει το θρησκευτικό βιβλίο που κρατούσε,
η γη σείστηκε από κανονιές.
Ο ουρανός άστραψε.
Βόμβες, εκρήξεις, φλόγες και καπνοί
μετέτρεψαν σε κόλαση την πανέμορφη και ειρηνική όαση στα Πλατάνια.
Οι πόρτες άνοιξαν, τα τζάμια έσπασαν, το σπίτι έτρεμε συνθέμελα.
Λίγα μέτρα πιο κάτω εξελισσόταν η απόβαση των Τούρκων στη γη μας.
Και οι αθώοι πολίτες, οι φιλήσυχοι άνθρωποι, έμειναν με το βλέμμα στραμμένο
στον ουρανό μη ξέροντας τι να κάμουν για να σώσουν τα παιδιά τους..
Ήταν 20 του Ιούλη του 1974 – πρώτη μέρα, πρώτη ώρα της εισβολής στην Κύπρο. Πρώτη μέρα της βαρβαρότητας στο νησί μας,
της βίας, της αδικίας, του θανάτου και της προσφυγιάς.
Μάζεψαν τα παιδιά κι έτρεξαν να σωθούν.
Μέσα από την κοίτη ενός μικρού χείμαρρου κατευθύνθηκαν προς το βουνό,
μακριά από την παραλία, μακριά από την εισβολή.
Και κάτω από τους εκκωφαντικούς ήχους των κανονιών,
το σφυροκόπημα των αεροπλάνων,
τον καταιγισμό των πολυβολισμών,
οδηγούσαν τα βήματά τους προς το μικρό χωριό Φτέρυχα.
Οι αττίλες ξεπρόβαλαν στις πλευρές του ξεραμένου χειμάρρου,
όταν ο Κώστας και η Δέσποινα δεν μπορούσαν να τρέξουν άλλο.
Παρακινούσαν, εκλιπαρούσαν τα παιδιά να τρέξουν να σωθούν,
Κι αυτοί κουρασμένοι, εξουθενωμένοι, έμειναν πίσω, να πάρουν μια ανάσα.
Από τότε κανένας δεν είδε τον Κώστα και τη Δέσποινα.
Έγιναν θύματα της βαρβαρότητας των ορδών της Ανατολίας.
Για 43 χρόνια ήσαν άλλα δύο ονόματα σε ένα μακρύ κατάλογο.
Ήσαν αγνοούμενοι στη γη τους, την πατρίδα τους.
Σήμερα τα δύο μικρά κιβώτια, σκεπασμένα με τις σημαίες μας, μαρτυρούν με την παρουσία τους τον αβάσταχτο πόνο της Δέσποινας και του Κώστα.
Τον αβάσταχτο πόνο του θανάτου και της προσφυγιάς.
Εκ μέρους του Δήμου Καραβά εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια σε όλα τα μέλη της οικογένειας, τα παιδιά, τα 27 εγγόνια και τα 32 δισέγγονα του Κώστα και της Δέσποινας. Νοιώθουμε τη λύπη σας, συμπάσχουμε με τον πόνο σας.
Μεταφέρω ταυτόχρονα τις θερμές μας ευχαριστίες για την ενέργεια της οικογένειας να γίνουν εισφορές στο Ταμείο Ευημερίας Καραβιωτών στην μνήμη τους. Μια ενέργεια που φανερώνει την αγάπη της οικογένειας στον Δήμο και το Σωματείο μας, καθώς και στους συγχωριανούς μας που δυσπραγούν.
Σας αποχαιρετούμε ως ήρωες, σεβαστοί μας νεκροί,
συνδημότες, πρωτομάρτυρες της εισβολής.
Εκ μέρους όλων των Καραβιωτών δεχτείτε αυτό το δάφνινο στεφάνι,
ένδειξη δόξας και τιμής, που ως ήρωες δικαιωματικά σας ανήκει.
Μαζί με αυτό δεχτείτε και μια υπόσχεση:
Ότι δεν θα προδώσουμε τη θυσία σας.
Θα παραμείνουμε στις επάλξεις, μέχρι να αξιωθούμε
να γυρίσουμε στον Καραβά, σε συνθήκες ελευθερίας, μονιμότητας και αξιοπρέπειας.