Κηδεία Αναστασίας Χατζηστεφάνου – 19.12.17
Αναστασία Χατζηστεφάνου
7 Οκτωβρίου 1927 – 17 Δεκεμβρίου 2017
Η Αναστασία Χατζηστεφάνου γεννήθηκε στον Καραβά στις 7 Οκτωβρίου του 1927. Ήταν το πρώτο παιδί του Νικόλα Παπακωστή από το Αγριδάκι και της Μαρίτσας Σάββα (Κτωρή Μηχάηλου) Τάηλου. Από τον πατέρα της, ήταν εγγονή του Παπά Κωστή, του τελευταίου ιερέα της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους στο Αγριδάκι.
Η Αναστασία, ή όπως καλύτερα την γνωρίζαμε Στασούλα πέρασε τα παιδικά της χρόνια στον Καραβά μαζί με την μητέρα της Μαρίτσα και την αδελφή της Βασιλική η οποία ήταν τρία χρόνια νεαρότερη.
Από μικρή της έμελλε να γνωρίσει την πίκρα της ξενιτειάς, εφόσον ο πατέρας της Νίκολας ξενιτεύτηκε το 1930 στην Αμερική ώστε να μπορέσει να διασφαλίσει τα προς το ζην για την οικογένεια του.
Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του Καραβά όπου διακρίθηκε ως άριστη μαθήτρια και συνέχισε μετά τις σπουδές της στο Γυμνάσιο της Λαπήθου όπου φοίτησε για δυο χρόνια, διακρινόμενη και πάλι για τις άριστες επιδόσεις της και την εξυπνάδα της.
Όταν θα γινόταν Σχολή στον Καραβά, έφυγε από το Γυμνάσιο Λαπήθου και έκανε εγγραφή στην νέα σχολή που επρόκειτο να δημιουργηθεί στον Καραβά.
Η νέα αυτή σχολή όμως δεν κατάφερε να εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας και οι μαθητές αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω στο Γυμνάσιο Λαπήθου. Δυστυχώς κάποιοί από αυτούς όπως και η Στασούλα έμειναν εκτός σχολείου.
Λόγω του ότι ήταν άριστη μαθήτρια, πολλοί από τους καθηγητές του γυμνασίου επισκέπτονταν συχνά την κυριά Μαρίτσα και την Στασούλα για να την πείσουν να επανεγγραφή και ας χανόταν μια χρονιά. Η Στασούλα όμως λυπόταν που θα έχανε τους συμμαθητές της αλλά δεν ήθελε να είναι μια τάξη πίσω από αυτούς και έτσι δεν επέστεψε.
Αντί για σχολείο πήγε στην Τσιομουνού για να μάθει ράψιμο. Ακόμα και εκεί έδειξε την εξυπνάδα της και την επιμέλεια της αφού πολύ γρήγορα έγινε μια εξαιρετική ράφταινα, μια πραγματική χρυσοχέρα, όχι μόνο με υφάσματα, αλλά επίσης και στο πλέξιμο, το κέντημα, τον φερβολιτέ, όπως και κάθε λογής χειροτεχνήματα δείχνοντάς πάντα την δημιουργικότητα της.
Το 1946, σε ηλικία 16 χρόνων παντρεύτηκε με τον Αντώνη Λευτέρη Χατζηστεφάνου από τον Καραβά με τον οποίο απέκτησαν 5 παιδιά.
Τον Νίκο, τέως Ανώτερο Λειτουργό στο Τμήμα Αλιείας και νυν Δήμαρχο Καραβά,
την Παντελίτσα, φιλόλογο και τέως Βοηθό Γυμνασιάρχη,
την Μαρούλα, τέως Ανώτερη Φαρμακοποιό στο Νοσοκομείο Λεμεσού,
την Ελευθερία η οποία μετανάστευσε στην Αυστραλία και εργάστηκε για πολλά χρόνια ως καθηγήτρια στα γυμνάσια της εκεί παροικίας
και τον Βαγγέλη, υπεύθυνο συνεργείου συντήρησης στο Τμήμα Αρχαιοτήτων.
Απέκτησε επίσης 10 εγγόνια και 7 δισέγγονα.
Μερικά χρόνια μετά τον γάμο της, η Στασούλα έμελλε να ξαναζήσει τον καημό της ξενιτειάς. Το 1952, ενώ είχαν ήδη αποκτήσει τέσσερα παιδιά, ο σύζυγος της Αντώνης, λόγω των δυσκολίων και της φτώχειας της εποχής μετανάστευσε στην Αμερική.
Λίγα χρόνια μετά, το 1958, η Στασούλα αναγκάστηκε να πάρει τα πρώτα τέσσερα παιδιά της και να ακολουθήσει τον σύζυγο της Αντώνη στην Αμερική.
Η αγάπη της όμως για την ελληνική παιδεία και ο πόθος της να δώσει αυτή την ελληνική παιδεία στα παιδιά της, δεν της επέτρεψαν να μείνει πολύ. Ένα μόλις χρόνο μετά, επιστρέφει στην Κύπρο για να γεννήσει στα χώματα του αγαπημένου της Καραβά το πέμπτο της παιδί τον Βαγγέλη και να επανεντάξει τα τέσσερα μεγαλύτερα στα ελληνικά σχολεία της περιοχής.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα, με τον σύζυγο της στην Αμερική, δεν είχε μόνο τον ρόλο της μητέρας για τα παιδιά της, αλλά και τον ρόλο του πατέρα. Κατάφερε όμως με αξιοπρέπεια, με ορθή και σοφή καθοδήγηση να τα μορφώσει και να τα σπουδάσει όλα και να τα δει σε αξίες και υπεύθυνες θέσεις.
Με τον σύζυγο στην Αμερική, δεν είχε μόνο τον ρόλο της γυναίκας μέσα στο σπίτι αλλά και το ρόλο του άνδρα. Έτρεχε να κάνει όλες τις δουλειές μέσα και έξω. Στα ποτίσματα των περβολιών, στο μάζεμα των ελιών και των λεμονιών, στα χαρούπια, έδινε πάντα το δυναμικό παρών της μαζί με την γιαγιά Μαρίτσα.
Μετά την τουρκική εισβολή και το ξεριζωμό από τον αγαπημένο της Καραβά, έζησε σε διάφορες περιοχές της Κύπρου, μετανάστευσε για μια περίοδο αρκετών χρόνων στην Αυστραλία για να βοηθήσει την κόρη της Ελευθέρια και τελικά κατέληξε στην Λεμεσό.
Διακρινόταν για την εξυπνάδα της, τη φοβερή μνήμη της, την φιλομάθειά της, τις άριστες κατασκευές και εργόχειρα της, την μεγάλη αγάπη στα παιδιά της, στην οικογένειά της, τους γονείς της, αδέλφια, αδελφοτέχνια, και άλλους συγγενείς.
Διακρινόταν για τη φιλοξενία της, και την αγάπη της προς τον συνάνθρωπό της.
Η μεγάλη της όμως αγάπη ήταν η εκκλησία την οποία υπηρέτησε με όλη της την πίστη, εφαρμόζοντας πλήρως τα θρησκευτικά της καθήκοντα και παρακολουθώντας καθημερινά εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Νοιαζόταν και φρόντιζε όλους να τους ικανοποιεί σε ότι της ζητούσαν και σε ότι έπεφτε στην αντίληψη της.
Της έλειπε ο Καραβάς. Φεύγει με ανεκπλήρωτο τον πόθο της επιστροφής.