Το χωριό Μοτίδες
Το χωριό «Μότιδες» ήταν το πιο μικρό χωριό και το πιο κοντινό προς την κωμόπολη Καραβά.
Η προέλευση της ονομασίας του χωριού Μότιδες δεν είναι επακριβώς γνωστή.Υπάρχουν μερικές εκδοχές και ίσως οι πιο πιθανές είναι οι εξής:Επειδή το χωριό είναι κτισμένο μεταξύ δύο λόφων, υπάρχει η άποψη ότι το χωριό μπορεί να πείρε το όνομα του από την ιταλική λέξη «Μόντε» που σημαίνει βουνό.Άλλη εκδοχή είναι ότι στα δυτικά του χωριού υπήρχε κάποιο μικρό εργαστήρι που έφτιαχναν πήλινα αγγεία, τους γνωστούς «Μπότιδες».Το χώμα στην περιοχή ήταν πολύ αργιλώδες και δεν χρειαζόταν μεγάλη επεξεργασία για τα πήλινα αυτά αγγεία που τα χρησιμοποιούσαν για το πόσιμο νερό.
Μια Τρίτη εκδοχή αναφέρει ο Νέαρχος Κληρίδης στο βιβλίο του «Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου».Ο μικρός αυτός οικισμός κοντά στην κωμόπολη Καραβά χρωστά το όνομα του στους πρώτους οικιστές του που είχαν το όνομα «Μότιδες» (ξενική ονομασία).Η ονομασία αυτή είχε σχέση με το επάγγελμα τους που ήταν να επισκέπτονται τα κτήματα των γεωργών και να εκτιμούν το ποσό των προϊόντων που θα έπαιρναν για σκοπούς φορολογίας.Είναι γνωστό πως τα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι γεωργοί πλήρωναν για κάθε προϊόν 1/10 της σοδειάς τους σαν φόρο στην κυβέρνηση.Αυτό ήταν υποχρεωτικό για όλα τα κύρια προϊόντα των κατοίκων.Στο χωριό Μότιδες έμεναν λοιπόν αυτοί οι ειδικοί εκτιμητές που τους ονόμαζαν «Καστελλάνους» ή «Τατσιάρηδες» που μαζί με τον προεστό του χωριού έπρεπενα εκτιμήσουν την ποσότητα των προϊόντων και να επιβάλουν τη φορολογία στον κάθε γεωργό.Από το όνομα αυτών λοιπόν των ανθρώπων πήρε και το χωριό το όνομα Μότιδες.
Το χωριό ίσως κάποτε να ήταν «τσιφλίκι» και να είχε το αρχοντικό του κάποιος πλούσιος.Η εκδοχή αυτή πηγάζει από το γεγονός ύπαρξης ενός μισογκρεμισμένου μεγάλου σπιτιού στο οποίο ξεχώριζαν μεγάλα δωμάτια με καμάρες.Σε μερικά από τα δωμάτια υπήρχαν μεγάλα πιθάρια στα οποία αποθηκεύετο το ελαιόλαδο.
Στο χωριό τα πολύ παλιά χρόνια λειτουργούσε ελαιόμυλος, ο οποίοςσταμάτησε τη λειτουργία του γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα περίπου.
Βασικά προϊόντα του χωριού ήταν οι ελιές, τα λεμόνια και τα αμύγδαλα.Τα τελευταία χρόνια πριν την εισβολή η λεμονοκαλλιέργεια επεκτάθηκε με γοργό ρυθμό σε πολλές περιοχές του χωριού.
Το χωριό εκκλησιαστικά υπαγόταν στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Καραβά.Τα παιδιά φοιτούσαν συνήθως στο Δημοτικό σχολείο Παλαιοσόφου ή στα Δημοτικά σχολεία Καραβά.
Την περίοδο πριν την εισβολή το χωριό πήρε μια ξεχωριστή ανάπτυξη, αφού σιγά – σιγά ξεκίνησαν να κτίζονται καινούρια σπίτια.Πολλοί ξένοι που αγάπησαν την ομορφιά του τοπίου αγόρασαν περιουσίες στο χωριό και έκτισαν εξοχικά σπίτια.
Στο χωριό πριν την εισβολή κατοικούσαν γύρω στα 50 άτομα που απολάμβαναν το ήσυχο μαγευτικό περιβάλλον κοντά στην ομορφιά της φύσης.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι στο χωριό Μότιδες βρισκόταν το αρχηγείο της ομάδας που είχε τομές ευθύνης τη διαφύλαξη του Καραβά κατά την περίοδο της εισβολής από τις 20 Ιουλίουμέχρι τις 6 Αυγούστου που καταλήφθηκε το χωριό.Η ομάδα αυτή κάτω από τις οδηγίες του Γιάννη Κίτσιου, κάτοικου του χωριού, παρέμεινε την περίοδο αυτή στον Καραβά όπου αντιστάθηκε στην προσέλευση του Τούρκου εισβολέα.
Μόνη μας σκέψη και επιθυμία είναι να αγωνιστούμε με όλα τα μέσα που διαθέτουμε για να επιστρέψουμε στο αγαπημένο μας χωριό και να ξαναζωντανέψουμε αυτόν τον όμορφο παράδεισο που μας περιμένει…
Κυριάκος Γιανακού.
Το χωριό Παλιόσοφος
Θέση
Ο Παλιόσοφος βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του Πενταδαχτύλου, σε υψόμετρο 210 μέτρων. Είναι ένα από τα τέσσερα μικρά χωριά που βρίσκονται κοντά στον Καραβά, απέχει δε από αυτόν περί τα 2,5 χιλιόμετρα.
Ιστορία
Ιστορικές μαρτυρίες για το πότε ιδρύθηκε το χωριό δεν υπάρχουν. Εν τούτοις πιστεύεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού προέρχονταν από τη Λάπηθο – Λάμπουσα, όταν αυτή τον 7 ον αιώνα (653/4) περικυκλώθηκε από τους Άραβες και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν. Οι κάτοικοι της κατεστραμμένης πολιτείας – Λάμπουσας – για προστασία από τις συνεχείς επιδρομές, κατέφυγαν στις πλαγιές του Πενταδαχτύλου και σχημάτισαν τη σημερινή Λάπηθο, τον Καραβά, τους Μότιδες, την Ελιά, τα Φτέρυχα και τον Παλιόσοφο.
Ονομασία
Ο Παλίοσοφος, όπως και τα άλλα χωριά της περιοχής, εκτός της Λαπήθου, δεν αναφέρονται σε μεσαιωνικές πηγές. Το όνομα του χωριού αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Για την ονομασία του χωριού, που πράγματι είναι αρκετά περίεργη, δεν υπάρχει μαρτυρία. Παλιοσόφος – Παλαιόσοφος – Παλαιός (αρχαίος) σοφός. Αλλά ποιος είναι ο σοφός άντρας και πότε συνδέθηκε με την περιοχή, το αγνοούμε.
Βέβαια, αν ανατρέξουμε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, γνωρίζουμε ότι στην περιοχή Λαπήθου – Καραβά διέμενε ο λόγιος – σοφός, Γεώργιος Λαπίθης. Πράγματι ο Γεώργιος Λαπίθης ήταν Έλληνας Κύπριος που έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 14 ου αιώνα. Κατείχε ανώτερη θέση στην κοινωνία και ήταν γνώστης της ελληνικής και δυτικής σοφίας.
Στην Κύπρο την εποχή εκείνη βασίλευε ο οίκος των Λουζινιάν και μάλιστα βασιλιάς ήταν ο Ούγος Δ’ . Ο Γεώργιος Λαπίθης ήταν πολύ φίλος και συμπαθής στους ηγεμόνες του βασιλικού οίκου των Λουζινιάν. Η ιστορία αναφέρει πως ο Ούγος Δ΄(1324 – 1358) μελετούσε συνεχώς, αγαπούσε τη φιλοσοφία και συχνά αποσυρόταν στις επαύλεις του στη Λάπηθο και τον Άγιο Ιλαρίωνα, για να συναντηθεί με το σοφό Γεώργιο Λαπίθη με τον οποίο συζητούσαν διάφορα φιλοσοφικά θέματα.
Σ’ αυτό το σημείο ίσως να βρίσκεται και η αλήθεια γύρω από το όνομα του χωριού Παλιόσοφος. Γιατί ο Γεώργιος Λαπίθης, για να μεταβεί από την Λάπηθο στον Άγιο Ιλαρίωνα, έπρεπε να περάσει και από το χωριό Παλιόσοφος. Εκεί, οπωσδήποτε θα καθόταν στη βρύση του χωριού να ξεκουραστεί από το μακρύ και ανηφορικό δρόμο, να πιει δροσερό νερό της πηγής και ξεκούραστος να συνεχίσει την πορεία του προς τον Άγιο Ιλαρίωνα. Δεν αποκλείεται εκεί στη βρύση του χωριού, κάτω από τα σκιερά πλατάνια και τη δροσιά του καταρράκτη, ο σοφός Γεώργιος Λαπίθης να ανέπτυσσε στους κατοίκους του χωριού κάποια ηθικά διδάγματα, καθώς και πρακτικούς κανόνες πολιτικής, κοινωνικής και οικογενειακής ανατροφής.
Μορφολογία του εδάφους – Βλάστηση
Η μορφολογία του εδάφους σε όλη σχεδόν τη διοικητική έκταση του χωριού είναι ανώμαλη με στενές και βαθιές κοιλάδες – χαραμάδες, που οι πλευρές τους είναι απότομες. Σε πολλές από τις κοιλάδες αυτές κυλούν τα νερά τα νερά τους μικρά ρυάκια που πηγάζουν από τον Πενταδάχτυλο. Το έδαφος παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία πετρωμάτων. Το υψόμετρο αυξάνεται από το χωριό προς τα νότια και στη περιοχή Γομαρίστρα – νότια σύνορα του χωριού φθάνει τα 731 μέτρα.
Οι αγριελιές, οι αγριοχαρουπιές, η μερσίνη, τα πεύκα, τα κυπαρίσια, οι σπαλαθκιές αποτελούσαν, μαζί με άλλα φυτά, την πυκνή άγρια βλάστηση που σκέπαζε τους γύρω λόφους κι έφτανε τα όρια του πυκνού πευκόφυτου δάσους του Πενταδαχτύλου, στα νότια του χωριού.
Η καλλιεργήσιμη γη του χωριού ήταν περιορισμένη, σ’ αυτή δε καλλιεργούνταν πριν την τουρκική εισβολή οι λεμονιές, οι ελιές, οι αμυγδαλιές και οι χαρουπιές. Στο χωριό υπήρχαν και άφθονες μουριές (συκαμινιές), πράγμα που υποδήλωνε την εκτροφή μεταξοσκώληκα στα πιο παλιά και πρόσφατα χρόνια.
Η κτηνοτροφία ήταν επίσης περιορισμένη λόγω της μορφολογίας του εδάφους.
Γενικές πληροφορίες
Οι κάτοικοι του χωριού ήταν φιλήσυχοι, προοδευτικοί, εργατικότατοι. Οι πιο πολλοί αναγκάζονταν, καθημερινά, να πηγαίνουν στον Καραβά, στην Κερύνεια ή ακόμα και στη Λευκωσία, για να εργαστούν και το βράδυ να επιστρέψουν. Αυτό το πήγαινε – έλα ήταν κουραστικό, μια και δεν υπήρχε τακτική συγκοινωνία από τον Καραβά προς το χωριό και έτσι η διαδρομή γινόταν με τα πόδια. Για το λόγο αυτό αρκετοί από τους κατοίκους του χωριού το εγκατέλειπαν, για να εγκατασταθούν στη Λευκωσία, στον Καραβά ή στην Κερύνεια. Η σταδιακή αυτή εγκατάλειψη δεν επέτρεπε στο χωριό να αυξηθεί πληθυσμιακά. Έτσι ο πληθυσμός του χωριού από το 1910 μέχρι την τουρκική εισβολή ήταν γύρω στους 150 κατοίκους περίπου. Από το χωριό μας καταγόταν και η μητέρα του ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1950 – 59 Ιάκωβου Πατάτσου, Ρόζα. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Καραβά. Τα τελευταία χρόνια πριν την τουρκική εισβολή κανένας από τους κατοίκους δεν εγκατέλειπε το χωριό. Αντίθετα πολλοί Κύπριοι από τη Λευκωσία αλλά και ξένοι αγόραζαν στο χωριό παλιά σπίτια και τα επιδιόρθωναν για εξοχικά ή αγόραζαν γη και έκτιζαν.
Λόγω των δραστήριων κατοίκων του χωριού, στο χωριό υπήρχε από πολλά χρόνια ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, ασφαλτωμένοι δρόμοι και διασωληνωμένο νερό. Στα σπίτια.
Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή που γιόρταζε στις 26 Ιουλίου. Πλήθος πιστών από τα γύρω χωριά κατέφθαναν την ημέρα αυτή, για να λειτουργηθούν και να τιμήσουν τη μνήμη της Αγίας. Στο επιβλητικό τέμπλο – εικονοστάσιο – της εκκλησίας υπήρχε η χρονολογία 1857 ή 1851 που σήμαινε πως και η εκκλησία είχε κτιστεί την εποχή εκείνη. Ιερέας της εκκλησίας ήταν ο Παπα – Αριστοτέλης από τον Καραβά που λειτουργούσε εκ περιτροπής και στις εκκλησίες Φτερύχων και της Ελιάς.
Το χωριό είχε και δικό του δημοτικό σχολείο στο οποίο φοιτούσαν και τα πιο πολλά παιδία από το χωριό Μότιδες. Οι δάσκαλοι που υπηρέτησαν στο χωριό προέρχονταν κυρίως από την επαρχία Κερύνειας και με πραγματικό ζήλο μετέδιδαν τις γνώσεις στα μικρά παιδιά του δημοτικού σχολείου. Όλους τους ευχαριστούμε. Ας μου επιτραπεί να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά στους δασκάλους μου μ. Σάββα Ξάνθο και κ. Ευτύχιο Γιουτανή από τον Καραβά. Περπατητοί ή με ποδήλατο ερχόντουσαν καθημερινά από τον Καραβά στον Παλιόσοφο, για να μας μάθουν τα πρώτα γράμματα και να μας δώσουν τα φώτα τους. Η κούραση του δρόμου δεν τους κατέβαλλε. Αντίθετα τους όπλιζε και με την υπομονή, το κουράγιο, την εργατικότητα και το ενδιαφέρον που τους διέκρινε κατάφεραν να μας δώσουν τις βάσεις της παραπέρα μόρφωσης μας. Εύχομαι η μνήμη να είναι αιωνία για το μ. Σάββα Ξάνθο. Στον κ. Γιουτανή εύχομαι κάθε εκπλήρωση των ευγενικών του πόθων – επιδιώξεων. Τα πιο πολλά παιδιά, μετά την αποφοίτηση τους από το δημοτικό σχολείο του χωριο9ύ, φοιτούσαν στο Ελληνικό Γυμνάσιο Λαπήθου.
Το πιο αξιοθέατο μέρος του χωριού ήταν η βρύση και ο καταρράκτης. Βρισκόντουσαν ανατολικά του χωριού, στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό Φτέρυχα. Εκεί, σε μια στροφή του δρόμου, κάπου 500 μέτρα μακριά από το χωριό, στα δεξιά, αντίκριζες ένα πανοραμικό θέαμα. Ήταν μια στενή με αρκετό ύψος χαράδρα. Δεξιά και αριστερά της απότομοι βράχοι από κροκάλες και λατύπες. Από τη βάση ενός βράχου ανάβλυζε το δροσερό νερό της πηγής – βρύσης. Το νερό αυτής της βρύσης χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του χωριού, σε παλαιότερα χρόνια, για να υδρεύονται. Πάνω από τη βρύση και από ύψος 15 μέτρων περίπου έπεφτε το νερό ενός μικρού ρυακιού που πήγαζε από τον Πενταδάχτυλο. Το νερό στο πέσιμο του σχημάτιζε ένα μικρό αλλά μοναδικό στο είδος του καταρράκτη. Δεξιά και αριστερά του νερού που έπεφτε, η μερσίνη, η δάφνη, οι φτέρες. Ρίζες από αυτά τα φυτά κρεμόντουσαν στον αέρα, μπλέκονταν μεταξύ τους, σχημάτιζαν ένα δίχτυ, συγκρατούσαν μικρούς κόκκους χώματος που έφερνε το νερό και σχημάτιζαν έτσι μια αιωρούμενη μάζα πάνω από την οποία κυλούσε το νερό του καταρράκτη κι έπεφτε με δύναμη σε μια μικρή δεξαμενή κοντά στο νερό της βρύσης. Τοπίο – θέαμα μαγευτικό. Δίπλα απ’ αυτά, η απότομη, ξερή το καλοκαίρι, κοίτη ενός χειμάρρου. Ο χείμαρρος αυτός ξεκινούσε από το βουνό και το νερό του, τον χειμώνα, έφτανε και χυνόταν στη θάλασσα μεταξύ Ζέφυρου και Αη – Αντριά. Στη μικρή πλατεία της βρύσης και δίπλα από τις όχθες του χειμάρρου πανύψηλα σκιερά πλατάνια σκέπαζαν το όλο τοπίο με τα πυκνά φύλλα στα κλαδιά τους.
Την όλη εικόνα συμπλήρωναν τα χαρούμενα κελαδήματα των πουλιών που παιχνίδιζαν στις φυλλωσιές των πλατανιών. Αλήθεια, πως να ξεχάσει κανείς αυτή την ομορφιά;
Το νερό τόσο της πηγής όσο κι αυτό του καταρράκτη μεταφερόταν με τσιμεντένιο αυλάκι στο χωριό – σε δεξαμενή – κι από κει στα περβόλια για πότισμα των λεμονόδεντρων κυρίως.
Σήμερα οι κάτοικοι του χωριού ζουν κυρίως στη Λευκωσία και στη Λεμεσό. Ζούμε με την ελπίδα του γυρισμού στο μικρό, όμορφο χωριό μας. Στο χωριό μας το πνιγμένο στις αποχρώσεις του πράσινου, το πράσινο της ελιάς, του πεύκου, της χαρουπιάς, του κυπαρισσιού. Στο χωριό μας το πνιγμένο από τον καθαρό αέρα, την ησυχία, το φως, προπάντων το φως – τη ζωή!
Σήμερα το χωριό μας δεν λέγεται Παλιόσοφος. Οι τούρκοι, στην προσπάθεια τους να εξαλείψουν όλα τα Ελληνικά τοπωνύμια στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, μετονόμασαν σε Malatya και πιο ύστερα σε Sofular .
Ευχόμαστε κι ελπίζουμε σύντομα να γυρίσουμε πίσω στο κατεχόμενο χωριό μας, τον Παλιόσοφο.
Νίκος Κ. Χριστοδούλου – Κοκότας.
Το χωρίο Φτέρυχα
Τα Φτέρυχα βρίσκονται στην περιφέρεια ενός πευκόφυτου ως πριν την εισβολή λόφου, γνωστού με το όνομα «βουνός του Κουσεϊνη».Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το τούρκικο όνομα του λόφου, αφού το γειτονικό χωριό Ελιά, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, ήταν τσιφλίκι (αγρόκτημα) στην κατοχή Τούρκων αγάδων.
Τα Φτέρυχα βρίσκονται σε μια πλαγιά της οροσειράς του Πενταδαχτύλου με πανοραμική τη θέα της θάλασσας, που είναι μόλις τρία χιλιόμετρα μακριά.Είναι κυριολεκτικά πνιγμένο το χωριό μέσα στο ασημί χρώμα της ελιάς και το βαθυπράσινο χρώμα της χαρουπιάς, των λεμονιών και των κυπαρισσιών.Το χωριό όμως βρισκόταν στις καλύτερες ώρες του το Γενάρη, όταν ήταν ανθισμένες οι πολυάριθμες αμυγδαλιές.Το τοπίο τότε έπαιρνε μια όψη γιορταστική που έλκυε πολλούς επισκέπτες, ξένους και Κύπριους (Κερυνειώτες, Λευκωσιάτες κ.λ.π.).Ανάμεσα στα χαμηλά και ταπεινά σπιτάκια του χωριού, καμιά τριανταριά όλα και όλα, ξεχώριζε η εκκλησία του Αποστόλου Πέτρου και Παύλου.Ήταν σχετικά νέα εκκλησία.Κτίστηκε γύρω στα 1930, την ίδια εποχή που κτίστηκε και το σχολείο.Γιόρταζε στις 29 του Ιούνη και αρκετοί κάτοικοι από τα γύρω χωριά έρχονταν προσκυνητές στη χάρη των δύο αποστόλων.Για πάρα πολλά χρόνια και μέχρι την εισβολή ιερέας ήταν ο παπά-Αριστοτέλης, που λειτουργούσε εκ περιτροπής και στον Άγιο Νικόλαο στην Ελιά και στη Αγία Παρασκευή στον Παλαιόσοφο.Κάθε τρεις Κυριακές χτυπούσε το σήμαντρο κι αργότερα, όταν εγκαταστάθηκε, η καμπάνα που μάζευε στην εκκλησία όλους τους κατοίκους.Εκ περιτροπής γιορταζόταν στα τρία χωριά και οι μεγάλες γιορτές: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, Λαμπρή κ.α.Και τότε συγκεντρώνονταν στην εκκλησία που λειτουργούσε οι κάτοικοι και των τριών χωριών, που ήταν γύρω στους τριακόσιους.Υπάρχουν πληροφορίες ότι σήμερα η εκκλησία λεηλατήθηκε και κλάπηκαν εικόνες.
Δίπλα από την εκκλησία είναι το σχολείο που έχει μόνο μια αίθουσα, αρκετά ευρύχωρη.Πολύ κοντά είναι και η κατοικία που έμενε ο δάσκαλος.Οι δάσκαλοι που εργάστηκαν στο χωριό τα τελευταία 50 χρόνια ήταν με τη σειρά οι πιο κάτω:Κύπρος Προεστός, Κώστας Τσιρτσιπής, Γεώργιος Γεωργιάδης, Κώστας Παπαδημητρίου, Γρηγόριος Ορφανίδης, Λάκης Τσαγγαρίδης, Νίκος Δραμιώτης, Ιωάννης Μενελάου και Στέλιος Παναγίδης.
Στο σχολείο έρχονταν και οι μαθητές της Ελιάς που ήταν 5-6.Έρχονταν περπατητοί – η απόσταση είναι 1,5 χιλιόμετρο – με το μεσημεριανό τους σ΄ ένα καλαθάκι, γιατί τότε τα μαθήματα συνεχίζονταν και το απόγευμα.Λίγα χρόνια πριν την εισβολή μειώθηκε πολύ ο αριθμός των μαθητών και το σχολείο έκλεισε.Οι μαθητές τότε μεταφέρονταν με ταξί στο σχολείο του Καραβά.Όπως μας έλεγαν οι γονείς μας, κι εκείνοι στον Καραβά πήγαιναν σχολείο, μόνο που εκείνοι πήγαιναν περπατητοί.Ήταν η εποχή που στα Φτέρυχα δεν είχε σχολείο.
Το κλείσιμο του σχολείου προκάλεσε θλίψη στους κατοίκους, γιατί το θεώρησαν σαν δείγμα μαρασμού και διάλυσης του χωριού.Έτυχε να ακούσω τον Επιθεωρητή, που πήγε στα Φτέρυχα για να διευθετήσει το κλείσιμο του σχολείου, να διηγείται σε δασκάλους σε κάποιο συνέδριο πως είδε τον Κοινοτάρχη και μερικούς γέρους που παρευρίσκονταν να δακρύζουν όταν άκουσαν πως ήταν απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να κλείσει το σχολείο.Που να’ ξεραν τι θα γινόταν το καλοκαίρι του 1974, λίγα χρόνια πιο ύστερα.
Πριν την εισβολή μερικοί ξένοι αλλά και Λευκωσιάτες έκτισαν εξοχικά σπίτια στην περιοχή του χωριού.Ανάμεσα τους ξεχώριζε το αρχοντικό της Αγγλίδας Ρότζερ Λη, όπου την πρώτη μέρα της εισβολής, Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν όλους τους χωριανούς και ξένους που κατάφυγαν στα Φτέρυχα.Σήμερα οι εισβολείς άλλαξαν το όνομα του χωριού.Το ονόμασαν Ιλκάζ.
Από κάποια εγκλωβισμένη στην Κερύνεια, που επισκέφτηκε πρόσφατα το χωριό, μάθαμε ότι μερικά σπίτια είναι κατοικημένα.Το καλοκαίρι του 1974 ζούσαν στο χωριό γύρω στις είκοσι οικογένειες.Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν ηλικιωμένοι.Τα παιδιά τους, αφού παντρεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν σ΄ άλλες κοινότητες είτε γιατί το απαιτούσε η εργασία τους είτε για να μπορέσουν να μορφώσουν πιο εύκολα τα απιδιά τους.Η έλλειψη τακτικής συγκοινωνίας ήταν το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι.Αρκετοί, που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το χωριό, αναγκάζονταν να πηγαίνουν περπατητοί στον Καραβά ή αλλού για να εργαστούν και το βράδυ κουρασμένοι να επιστέψουν πάλι με τα πόδια.Υπήρχε όμως στο χωριό από παλιά τηλέφωνο, ρεύμα, ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, τσιμεντένια αυλάκια για το πότισμα των περιβολιών και πρόσφατα διασωληνωμένο νερό στα σπίτια.Όλα αυτά τα έργα οφείλονται στους φιλόπονους κατοίκους, που πολλές φορές πρόσφεραν πρόθυμα εθελοντική εργασία, αλλά και στη χωριτική αρχή που πρόεδρος ήταν για πολλά χρόνια ο κ. Γιάννης Ψωμάς.Στα χρόνια της τουρκικής ανταρσίας (1963) οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τα υψώματα που βρίσκονταν πάνω από το χωριό και ύψωσαν και την σημαία τους στην «Κουρτέλλα».Μέχρι να γίνει η επιχείρηση στον Πενταδάχτυλο το Μάρτιο του 1964 – πήρε μέρος και ομάδα από το χωριό – και να αναγκαστούν οι Τούρκοι να υποχωρήσουν, οι κάτοικοι εγκατέστησαν σκοπιές πάνω σε εικοσιτετράωρη βάση για προστασία του χωριού.Κι ήταν μεγάλη η συγκίνηση τους όταν το πρωί που έγινε η επιχείρηση είδαν στην «Κουρτέλλα» να κυματίζει η ελληνική σημαία.
Σήμερα οι κάτοικοι των Φτερύχων είναι διασκορπισμένοι σε διάφορες κοινότητες στην ελεύθερη Κύπρο.Μερικοί ηλικιωμένοι έχουν πεθάνει με τον καημό της προσφυγιάς και χωρίς να αξιωθούν να ξαναδούν το σπίτι τους και το χωριό τους.Οι υπόλοιποι ζούμε με τον πόνο αγνοουμένων αγαπητών προσώπων (τέσσερις κάτοικοι είναι αγνοούμενοι) και τη νοσταλγία του μικρού μα όμορφου χωριού μας που ‘ναι μέσα μας μια ανοικτή πληγή.
Περιμένουμε κι ελπίζουμε πως η μέρα του γυρισμού θα‘ ρθει γιατί η αδικία δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.Και θα ‘ναι μια μέρα που οι αμυγδαλιές θα ‘ναι ανθισμένες.
Χριστάκης Ψωμάς.